Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έντεκνος — ἔντεκνος, ον (Α) αυτός που έχει παιδιά … Dictionary of Greek
ἔντεκνοι — ἔντεκνος having children masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)